- εκχωματώνω
- και εκχωματώ (-όω)αφαιρώ, αποσύρω χώμα με εκσκαφή για ισοπέδωση ή κατασκευή τάφρου, ορύγματος κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκχωματώνω — εκχωμάτωσα, εκχωματώθηκα, εκχωματωμένος, και εκχωματίζω εκχωμάτισα, εκχωματίστηκα, εκχωματισμένος, μτβ., σκάβοντας αφαιρώ χώμα από το έδαφος για να το ισοπεδώσω ή για να ανοίξω χαντάκι κτλ., ξεχωματίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκχωμάτωση — η ο εκχωματισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκχωματώνω ή εκχωματίζω … Dictionary of Greek
εκχωματίζω — εκχωμάτισα, εκχωματίστηκα, εκχωματισμένος, μτβ., βλ. εκχωματώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)